- ὑπομοχλίου
- ὑπομόχλιονthe fulcrumneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
ετερόδρομος — η, ο 1. βοτ. φρ. «φυλλοταξία ετερόδρομη» η φυλλοταξία κατά την οποία η γενέτειρα σπείρα τών κλώνων ακολουθεί αντίθετη φορά από το στέλεχος 2. τεχνολ. (για μοχλούς) αυτός που έχει την αντίσταση και την ενεργό δύναμη προς τις αντίθετες πλευρές τού… … Dictionary of Greek
μοχλοβραχίονας — ο (μηχαν.) η απόσταση μεταξύ τής δύναμης που ενεργεί πάνω σε έναν μοχλό και υπομοχλίου, η οποία μετριέται πάντοτε κάθετα ως προς τη διεύθυνση τής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + βραχίων. Η λ., στην λόγια μορφή της μοχλοβραχίων, μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek